τα παιδαγωγικα χαρακτηριστικα των moocs
Δε θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι τα MOOCs που στηρίζονται στον κοννεκτιβισμό αποτελούν μια παραδειγματική στροφή στον τρόπο με τον οποίο η εκπαίδευση προσεγγίζεται στον 21ο αιώνα (Leontyev, A. & Baranov, D. 2013).
Σύμφωνα με τους Anderson και Dron (2011) υπάρχουν 3 γενιές παιδαγωγικών θεωριών για την εξ’ αποστάσεως εκπαίδευση (distance education DE). Η γνωστικο-συμπεριφοριστική, ο κοινωνικός κονστρουκτιβισμός και ο κοννεκτιβισμός. Και οι τρεις γενιές εξελίχθηκαν σε συνδυασμό με την τεχνολογία και συνεχίζουν να υπάρχουν και σήμερα (Rodriguez, O. 2012)
Τα MOOCs κάνουν χρήση της κοννεκτιβιστικής παιδαγωγικής που στοχεύει στη δημιουργία της από κοινού κατανόησης σημαντικών θεμάτων μέσω διαλόγου παρέχοντας στους μαθητές ευκαιρίες για καλύτερη κατανόηση των παραπάνω θεμάτων (Forsey, M. 2013). Ο Siemens (2008) δηλώνει ότι η μάθηση λαμβάνει χώρα ως αποτέλεσμα της λήψης συνδέσεων σε κοινωνικό, εννοιολογικό και νευρωνικό επίπεδο και ο Downes (2007a) ότι περιλαμβάνει την εκμάθηση μέσα από τη διασταύρωση δικτύων στα οποία βρίσκεται γνώση. «... Θα πρέπει να δοκιμάσετε τα υλικά, επιλέγοντας μόνο αυτά που θεωρείτε ενδιαφέροντα και επίκαιρα, δημιουργώντας έτσι μια προσωπική άποψη για τα υλικά» (Downes, 2009a). Ο σχεδιασμός του μαθήματος περιλαμβάνει ένα σύμπλεγμα πόρων γύρω από ένα αντικείμενο-περιοχή και όχι μια γραμμική σειρά που όλοι οι φοιτητές πρέπει να ακολουθούν. Αυτές οι ιδέες αποτελούν τη βάση «μιας νέας, ανερχόμενης θεωρίας» (Siemens, 2004).
«Στην καρδιά της, η κοννεκτιβιστική θεωρία υποστηρίζει ότι η γνώση είναι κατανεμημένη σε ένα δίκτυο συνδέσεων. Η γνώση δεν αποκτάται, όπως αν ήταν ένα πράγμα. Δεν μεταδίδεται, σαν να ήταν κάποιο είδος επικοινωνίας» (Downes, 2011). Ένα περιβάλλον βασισμένο στον κοννεκτιβισμό περιλαμβάνει:
•αυτονομία,
•επιτρέπει στους μαθητές τη μέγιστη δυνατή επιλογή για το πού, πότε, πώς, με ποιον και ακόμη τι πρέπει να μάθουν.
•ποικολομορφία,
•διασφαλίζει ότι οι μαθητές είναι από ένα αρκετά ποικίλο πληθυσμό ώστε να αποφεύγεται το φαινόμενο του groupthink (McRae, 2006),
•openness,
•φιλοξενεί όλα τα επίπεδα της δέσμευσης, χωρίς εμπόδια. Διασφαλίζει την ελεύθερη ροή των πληροφοριών μέσω του δικτύου, και ενθαρρύνει μια κουλτούρα κοινής χρήσης.
•συνεκτικότητα και διαδραστικότητα: η συνεκτικότητα και η αλληλεπίδραση είναι ό, τι κάνει όλο αυτό δυνατό. Η γνώση προκύπτει ως αποτέλεσμα των συνδέσεων.
Οι συμμετέχοντες σε ένα MOOC προέρχονται από διαφορετικά περιβάλλοντα με διαφορετικά χαρακτηριστικά και διαφορετικό βαθμό ενεργοποίησης και συμμετοχής. Προτείνεται μία μέθοδος για την ταξινόμηση των μαθητών σε τέσσερις κατηγορίες: completing, auditing, disengaging, sampling. Η κατηγοριοποίηση αυτή θα χρησιμεύσει στη μελλοντική σχεδίαση των MOOC (Kizilcec, R. 2013).
Παρόλα αυτά ο κοννεκτιβισμός αμφισβητείται με αποτέλεσμα να υπάρχει η ανάγκη για τη διαμόρφωση μιας θεωρίας για τα MOOCs. Υποστηρίζεται ότι ο κοννεκτιβισμός δεν παρέχει επαρκή εξήγηση της μάθησης φαινομένων σε Web 2.0, και ως εκ τούτου δεν είναι σε θέση να παράσχει επαρκή παιδαγωγική για τα MOOCs. Επίσης, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μια θεωρία μάθησης (ακόμη), επειδή τα αξιώματά του δεν πληρούν τα κριτήρια (Kop and Hill, 2008). Τέλος, δεν είναι μια θεωρία μάθησης, επειδή δεν προσφέρει κάτι καινούριο, απλά ένα μίγμα ιδεών που υπάρχει ήδη σε άλλες θεωρίες μάθησης (Lange,2012).
Τα MOOCs κάνουν χρήση της κοννεκτιβιστικής παιδαγωγικής που στοχεύει στη δημιουργία της από κοινού κατανόησης σημαντικών θεμάτων μέσω διαλόγου παρέχοντας στους μαθητές ευκαιρίες για καλύτερη κατανόηση των παραπάνω θεμάτων (Forsey, M. 2013). Ο Siemens (2008) δηλώνει ότι η μάθηση λαμβάνει χώρα ως αποτέλεσμα της λήψης συνδέσεων σε κοινωνικό, εννοιολογικό και νευρωνικό επίπεδο και ο Downes (2007a) ότι περιλαμβάνει την εκμάθηση μέσα από τη διασταύρωση δικτύων στα οποία βρίσκεται γνώση. «... Θα πρέπει να δοκιμάσετε τα υλικά, επιλέγοντας μόνο αυτά που θεωρείτε ενδιαφέροντα και επίκαιρα, δημιουργώντας έτσι μια προσωπική άποψη για τα υλικά» (Downes, 2009a). Ο σχεδιασμός του μαθήματος περιλαμβάνει ένα σύμπλεγμα πόρων γύρω από ένα αντικείμενο-περιοχή και όχι μια γραμμική σειρά που όλοι οι φοιτητές πρέπει να ακολουθούν. Αυτές οι ιδέες αποτελούν τη βάση «μιας νέας, ανερχόμενης θεωρίας» (Siemens, 2004).
«Στην καρδιά της, η κοννεκτιβιστική θεωρία υποστηρίζει ότι η γνώση είναι κατανεμημένη σε ένα δίκτυο συνδέσεων. Η γνώση δεν αποκτάται, όπως αν ήταν ένα πράγμα. Δεν μεταδίδεται, σαν να ήταν κάποιο είδος επικοινωνίας» (Downes, 2011). Ένα περιβάλλον βασισμένο στον κοννεκτιβισμό περιλαμβάνει:
•αυτονομία,
•επιτρέπει στους μαθητές τη μέγιστη δυνατή επιλογή για το πού, πότε, πώς, με ποιον και ακόμη τι πρέπει να μάθουν.
•ποικολομορφία,
•διασφαλίζει ότι οι μαθητές είναι από ένα αρκετά ποικίλο πληθυσμό ώστε να αποφεύγεται το φαινόμενο του groupthink (McRae, 2006),
•openness,
•φιλοξενεί όλα τα επίπεδα της δέσμευσης, χωρίς εμπόδια. Διασφαλίζει την ελεύθερη ροή των πληροφοριών μέσω του δικτύου, και ενθαρρύνει μια κουλτούρα κοινής χρήσης.
•συνεκτικότητα και διαδραστικότητα: η συνεκτικότητα και η αλληλεπίδραση είναι ό, τι κάνει όλο αυτό δυνατό. Η γνώση προκύπτει ως αποτέλεσμα των συνδέσεων.
Οι συμμετέχοντες σε ένα MOOC προέρχονται από διαφορετικά περιβάλλοντα με διαφορετικά χαρακτηριστικά και διαφορετικό βαθμό ενεργοποίησης και συμμετοχής. Προτείνεται μία μέθοδος για την ταξινόμηση των μαθητών σε τέσσερις κατηγορίες: completing, auditing, disengaging, sampling. Η κατηγοριοποίηση αυτή θα χρησιμεύσει στη μελλοντική σχεδίαση των MOOC (Kizilcec, R. 2013).
Παρόλα αυτά ο κοννεκτιβισμός αμφισβητείται με αποτέλεσμα να υπάρχει η ανάγκη για τη διαμόρφωση μιας θεωρίας για τα MOOCs. Υποστηρίζεται ότι ο κοννεκτιβισμός δεν παρέχει επαρκή εξήγηση της μάθησης φαινομένων σε Web 2.0, και ως εκ τούτου δεν είναι σε θέση να παράσχει επαρκή παιδαγωγική για τα MOOCs. Επίσης, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μια θεωρία μάθησης (ακόμη), επειδή τα αξιώματά του δεν πληρούν τα κριτήρια (Kop and Hill, 2008). Τέλος, δεν είναι μια θεωρία μάθησης, επειδή δεν προσφέρει κάτι καινούριο, απλά ένα μίγμα ιδεών που υπάρχει ήδη σε άλλες θεωρίες μάθησης (Lange,2012).